-
1 αναγκαιότεροι
ἀναγκαῑότεροι, ἀναγκαῖοςof: masc nom /voc comp plἀναγκαῑότεροι, ἀναγκαῖοςof: masc nom /voc comp pl -
2 ἀναγκαιότεροι
ἀναγκαῑότεροι, ἀναγκαῖοςof: masc nom /voc comp plἀναγκαῑότεροι, ἀναγκαῖοςof: masc nom /voc comp pl -
3 αραιότεροι
ἀραῑότεροι, ἀραῖοςprayed to: masc nom /voc comp plἀραῑότεροι, ἀραῖοςprayed to: masc nom /voc comp plἀραιόςthin: masc nom /voc comp pl -
4 ἀραιότεροι
ἀραῑότεροι, ἀραῖοςprayed to: masc nom /voc comp plἀραῑότεροι, ἀραῖοςprayed to: masc nom /voc comp plἀραιόςthin: masc nom /voc comp pl -
5 γενναιότεροι
γενναῑότεροι, γενναῖοςtrue to one's birth: masc nom /voc comp plγενναῑότεροι, γενναῖοςtrue to one's birth: masc nom /voc comp pl -
6 οικειότεροι
οἰκεῑότεροι, οἰκεῖοςin: masc nom /voc comp plοἰκεῑότεροι, οἰκεῖοςin: masc nom /voc comp pl -
7 οἰκειότεροι
οἰκεῑότεροι, οἰκεῖοςin: masc nom /voc comp plοἰκεῑότεροι, οἰκεῖοςin: masc nom /voc comp pl -
8 πραότεροι
πρᾱότεροι, πρᾶοςGött. Nachr.masc nom /voc comp plπρᾱότεροι, πρᾶοςGött. Nachr.masc nom comp pl——————πρᾶοςGött. Nachr.masc nom /voc comp pl -
9 φιλότιμος
φῐλότῑμ-ος, ον,A loving honour or distinction, ambitious, mostly in bad sense (cf. Pl.R. 347b, Arist.EN 1125b9), E.Ph. 567;τὸ μαντικὸν πᾶν σπέρμα φ. κακόν Id.IA 520
; joined with φιλοχρήματος, Pl.Phd. 68c; with φιλόνικος, Id.R. 551a, etc.; also in good sense,φ. καὶ ἐλευθέριος X.Mem.2.3.16
;φ. καὶ μεγαλόψυχοι Isoc.9.3
:—with abstr. Nouns (in both senses), (lyr.); ; (lyr.);αἱ φ. τῶν φύσεων X.Oec.13.9
;βίος Lys. 2.16
; ; φ. ἐπί τινι emulous in regard to, eager for distinction in.., ἐπὶ σοφία, ἐπ' ἀρετῇ, Id.Prt. 343c, Lg. 744e;περὶ τἀναγκαῖα φιλοτιμότατος Plb.9.20.6
;ἱππικὸν φιλοτιμότερον πρὸς ἀλλήλους περὶ ἀνδραγαθίας X.Eq.Mag.9.3
: c. inf., φιλοτιμότατοι καλόν τι ποιεῖν ib.2.2: c. acc. modi, τὰς ψυχὰς -ότεροι ib.7.3;- ότεροι τὰ ἤθη Arist.Rh. 1391a22
: τὸ φ., = φιλοτιμία, E.IA22 (dub. l., anap.), 342 (troch.), Th.2.44, Pl.Lg. 841c, etc.2 prodigal, lavish,λαμπρὸς καὶ φ. D.21.159
; munificent, generous, πρός τινα Aristeas 227· περὶ ξένους Plu.Crass.3
.3 φιλότιμος, title of an official member of a guild or corporation at Histria,γερουσίας φ.
Analele Acad.Române38.596
(pl.); so at Tomi,ὁ προστάτης καὶ δισφύλαρχος καὶ φ. Dacia1.273
.4 neut. pl., gifts, endowments,τὴν μὲν τοῖς ἑαυτῆς φ. κεκόσμηκεν Ἀφροδίτη Aristaenet.1.10
.II Adv.- μως
ambitiously, emulously,Lys.
16.18, Is.7.39; φ. πρός τινα ἔχειν to vie emulously with.., Pl.Chrm. 162c;πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.85
; φ. ἔχειν πρός τι to strive, exert oneself eagerly after a thing, X.Cyr.1.6.26, etc.;τὰ λοιπὰ συσπεύσας φ.
zealously,PCair.Zen.
62 (b) 8(iii B. C.);φ. πρὸς τοὺς λόγους διακεῖσθαι Isoc. 15.277
; with public spirit, generously, IG22.505.35, etc.: [comp] Comp.φιλοτιμότερον Lys.16.20
, PTeb.23.10 (ii B. C.); or- οτέρως Isoc.9.5
: [comp] Sup.- ότατα Plu.Caes.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλότιμος
-
10 ακμαιότεροι
-
11 ἀκμαιότεροι
-
12 αλλοιότεροι
-
13 ἀλλοιότεροι
-
14 αρχαιότεροι
-
15 ἀρχαιότεροι
-
16 αστειότεροι
-
17 ἀστειότεροι
-
18 εικαιότεροι
-
19 εἰκαιότεροι
-
20 ηρεμαιότεροι
См. также в других словарях:
γενναιότεροι — γενναῑότεροι , γενναῖος true to one s birth masc nom/voc comp pl γενναῑότεροι , γενναῖος true to one s birth masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειότεροι — οἰκεῑότεροι , οἰκεῖος in masc nom/voc comp pl οἰκεῑότεροι , οἰκεῖος in masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραότεροι — πρᾱότεροι , πρᾶος Gött. Nachr. masc nom/voc comp pl πρᾱότεροι , πρᾶος Gött. Nachr. masc nom comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαιότεροι — ἀναγκαῑότεροι , ἀναγκαῖος of masc nom/voc comp pl ἀναγκαῑότεροι , ἀναγκαῖος of masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότεροι — ἀραῑότεροι , ἀραῖος prayed to masc nom/voc comp pl ἀραῑότεροι , ἀραῖος prayed to masc nom/voc comp pl ἀραιός thin masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιότεροι — εἰκαῑότεροι , εἰκαῖος without aim masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειότεροι — θεῑότεροι , θεῖος 1 of masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειότεροι — λεῑότεροι , λεῖος smooth masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὕτεροι — ἕτεροι , ἕτερος D Mort. masc nom/voc pl ὄτεροι , ὄτερος yatarás masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιότεροι — πῑότεροι , πῖος masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδαιότεροι — σπουδαῑότεροι , σπουδαῖος in haste masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)