Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

οἱ -ότεροι

См. также в других словарях:

  • γενναιότεροι — γενναῑότεροι , γενναῖος true to one s birth masc nom/voc comp pl γενναῑότεροι , γενναῖος true to one s birth masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειότεροι — οἰκεῑότεροι , οἰκεῖος in masc nom/voc comp pl οἰκεῑότεροι , οἰκεῖος in masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραότεροι — πρᾱότεροι , πρᾶος Gött. Nachr. masc nom/voc comp pl πρᾱότεροι , πρᾶος Gött. Nachr. masc nom comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαιότεροι — ἀναγκαῑότεροι , ἀναγκαῖος of masc nom/voc comp pl ἀναγκαῑότεροι , ἀναγκαῖος of masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότεροι — ἀραῑότεροι , ἀραῖος prayed to masc nom/voc comp pl ἀραῑότεροι , ἀραῖος prayed to masc nom/voc comp pl ἀραιός thin masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαιότεροι — εἰκαῑότεροι , εἰκαῖος without aim masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειότεροι — θεῑότεροι , θεῖος 1 of masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειότεροι — λεῑότεροι , λεῖος smooth masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὕτεροι — ἕτεροι , ἕτερος D Mort. masc nom/voc pl ὄτεροι , ὄτερος yatarás masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιότεροι — πῑότεροι , πῖος masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαιότεροι — σπουδαῑότεροι , σπουδαῖος in haste masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»